εκπλήγνυμι

εκπλήγνυμι
ἐκπλήγνυμι (Α)
βλ. εκπλήσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”